Βουβά Πρόσωπα (Görög)
“Μή φεύγεις” τού λέω, μά εκείνος είχε κιόλας ξεκινήσει μέ τούς άλλους καταδίκους, μού άφησε μόνο τό χέρι του, πού συχνά μέ κράτησε στήν άκρη τής γέφυρας, ένα άρρωστο άλογο σάπιζε στήν άκρη τού δρόμου, καί τίς νύχτες άκουγα τούς ανεμοδείχτες πού τό βοηθούσαν ν’ αλλάξει πλευρό,
θυμήθηκα τό πρώτο βράδυ πού θάψαμε τόν πατέρα — πώς τόν μισούσα γι αυτόν τό βρόμικο ρόλο τού υπηρέτη πού έπαιξε, ανοίγοντας τήν πόρτα μας στό μεγάλο σκοτάδι,
ερημιά, καί μόνο οι ραγισμένοι τοίχοι άφηναν νά φαίνονται τά φοβερά, βουβά πρόσωπα, πού περνάμε κάποτε πλάι τους.
Εκεί έζησα τόσο μονάχος, πού άκουσα τίς άλλες φωνές, κι όταν νύχτωνε, οι νεκροί μού κλέβαν τήν κουβέρτα καί πλάγιαζαν έξω απ’ τήν πόρτα, ώσπου ξημέρωνε καί σταυρωνόταν πάνω μου τό λάλημα τού πετεινού. Feltöltő | P. T. |
Az idézet forrása | http://authormanolis.wordpress.com |
|
|