A fül (Magyar)
Mintha egy szentélyhez járulnának, úgy jönnek, jönnek a füleimhez. Még jó, hogy szép nagy füleim vannak. Mélyek, öblösek. Jönnek a csípő- és kebelméretek. Jön a magányos. Neki a férjem kell. Jön a családanya. Ő férjezett, frigid. Ha éppen nem jön, nyelveket tanul, meg utazik. A leszbikus? Ő el se jön. Pedig őt elcsábítanám. Jobb híján a fülem hegyezné önmagát. (Jó nagy.) Nőies nőt elvből nem hívok meg. Férfiakat sem. Hozzájuk én megyek. De nekik is csak a füleim kellenek. És a szájak? Be nem állnak. És a fülem? A fülem, az néma. Csak a fülbevalómat cserélem néha. A fülemet, azt nem hagyom. Feltöltő | P. T. |
Az idézet forrása | F. K. |
|
Τα Αυτιά (Görög)
Σαν τα αυτιά μου να ήταν αγιασμένα, ένας όχλος
εμφανίζεται, εμφανίζεται μπροστά τους. Τυχερή
Έχω ωραία μεγάλα αυτιά
Βαθιά και κούφια.
Το μέγεθος του ισχίου και του μαστού μέλλονται.
Έρχεται η μοναχική. Θέλει τον σύζυγο μου.
Έρχεται η οικοδέσποινα. Είναι παντρεμένη, κατάψυχρη
Όταν δεν έχει οργασμό, μαθαίνει γλώσσες
ταξιδεύει
Η λεσβία; Δεν οργιάζει καθόλου.
Κι όμως θα την ξελογιάσω, Αν τίποτα δεν βγει απ’ αυτό
τα αυτιά μου θα ζωηρεύσουν. (Μεγάλα όπως είναι)
ελκυστικές γυναίκες δεν προσκαλώ σαν θέμα αρχής
Ούτε άνδρες.
Πηγαίνω σ ’αυτούς.
Αλλά όλοι αυτό που θέλουν είναι τα αυτιά μου.
Και το στόμα; Ασταμάτητοι ομιλητές
Και τα αυτιά μου; Τα αυτιά μου είναι βουβά.
Το μόνο είναι πως πότε- πότε αλλάζω τα σκουλαρίκια
Τα αυτιά είναι δικά μου.
(Μετάφραση Παύλος Λεοντίου Ιωάννου )
Paulos Ioannou
|