Ez az oldal sütiket használ

A portál felületén sütiket (cookies) használ, vagyis a rendszer adatokat tárol az Ön böngészőjében. A sütik személyek azonosítására nem alkalmasak, szolgáltatásaink biztosításához szükségesek. Az oldal használatával Ön beleegyezik a sütik használatába.

Livaditisz, Taszosz: Az Odüsszeia 25. éneke (25η ραψωδία της Οδύσσειας Magyar nyelven)

Livaditisz, Taszosz portréja
Papp Árpád portréja

Vissza a fordító lapjára

25η ραψωδία της Οδύσσειας (Görög)

Έζησα σ' έναν κόσμο αλλόκοτο.
Απλώνοντας στους άλλους ένα χέρι
ακρωτηριασμένο απ' τη δυσπιστία,
τρώγοντας ένα ψωμί
νεκρό,
δολοφονημένο απ' την ταπείνωση.

Νευρώσεις
δάκρυα
δεινόσαυροι με ημίψηλα
ατομική ιδιοχτησία -
ψάχνοντας απεγνωσμένα γιά ένα δρόμο
μέσα σ' αυτήν τη χιονοθύελλα από χαρτονομίσματα
οικοδομές
και χαμένα χρόνια
παρθένες συνουσιάζονται με τις ομπρέλλες τους
άνθρωποι κομένοι κατακόρυφα στη μέση παρακολουθούν τη
λειτουργία της Κυριακής
τ' άλλο μισό τους παζαρεύει στα μπακάλικα και τα μπορντέλα,
τα ματωμένα εντόσθιά τους μπερδεύονται
με τα μαλλιά των γυναικών, τις κονσέρβες, τα εικονίσματα,
καθρέφτες κλέφτες κάθε πρωί σου αρπάζουνε
έν' ανεπίστρεπτο κομάτι από τη νειότη σου - βελάζουνε,
βελάζουνε τα δευτερόλεπτα
μες στα σφαγεία των ρολογιών, η συνήθεια κ' η εκβιασμένη
ηδονή
αποπατούν στα συζυγικά κρεβάτια - θηρία που κάθε νύχι
τους ήταν και μιά γυναίκα
και μεγάλα σαρκοφάγα αισθήματα
που μου μασήσαν τα πλεμόνια, το σηκότι,
την καρδιά,
κι ύστερα φτύσαν πάνω στο χαρτί
μερικά απομεινάρια λέξεων.

Φεύγοντας
δεν πήρα μαζί μου παρά τις προσβολές που μούκαναν
μεγάλες σαν αιωνιότητες,
και που όλες οι αιωνιότητες
δε θα φταναν να τις ξεχάσω. Πήρα τον παλιό, φαγωμένο
νεροχύτη της κουζίνας μας
που πάνω του πηγαινοέρχονταν τα χέρια της μητέρας μου
σα δυό μικροί μαραμένοι αρχάγγελοι - μερικά δυνατά πιοτά
και τη μεγάλη, λυπημένη αρκούδα απ' τα παιδικά πρωινά μου.
Πήρα ακόμα τους πόνους όλων των γυναικών που αγάπησα
σάν ένα κατάστερο ανάχτορο χτισμένο πάνω στα βλέφαρά μου.

Όσο γιά τρόφιμα
το ψωμί που μοίρασα κάποτε με τους συντρόφους μου
μιά νύχτα μεγάλη,
σαν τη ζωή,
έμενε ακόμα λίγο μέσα σ' ένα κούφιο δόντι μου
να με χορταίνει αιώνια.

Και νάμαι τώρα
διασχίζοντας το Άπειρο
πιό ανάλαφρος απ' τους τρελλούς και τα παιδιά,
η έλξη της γης δεν είναι παρά τα χέρια αυτού του τέρατος
που λέγεται:χώμα
μα, να,
η ταχύτητα ξυστρίζει το πετσί μου απ' την κόπρο της βαρύτητας,
ενώ σκυμμένα πάνω μου τα ουράνια σώματα
σα νυστέρια
χειρουργούν το απόστημα
της προϊστορίας μου.

Στην αρχή ένας φόβος, μιά αόριστη απειλή
μες στον ψυχρό, απρόσωπο συνωστισμό των άστρων -
θυμάμαι, παιδί, σε μιά μεγάλη σταραποθήκη,
τα δισεκατομύρια σπειρά του σταριού
με τον ίλιγγο του Αρίθμητου,
κάθε κίνηση με βούλιαζε όλο πιο βαθειά,
κάνοντας ν' ανατριχιάζει αυτό το πελώριο ζώο
με τρίχωμα από μερμήγκια -
νόμιζα πως θα πέθαινα.

Μα, εκεί, στην άκρη,
ένα μικρό ποντίκι
ροκάνιζε τα σπειριά του σταριού
που περίμεναν τα δόντια του
ήσυχα κι υπάκουα,
σα να του προσφερόνταν.

Και ξαφνικά μ' έλουσε ολόλαμπρη, σα μιά δόξα
η άγια χρησιμότητα των πραγμάτων.
Έπεσα άφοβα μες στο στάρι,
κι έκλαψα.
Από τότε
κάθε φορά που κόβω το ψωμί της γης
νοιώθω τον ίδιο εκείνο τρόμο
και την ίδια δόξα.

Ά, το θαυμαστό ταξίδι μου !
Βλάστηση από λάμψεις
εκρήξεις σιωπής
ήλιοι που δε βασίλευαν ποτέ, πυρπολώντας το κρανίο μου
με καινούργιες περηφάνιες,
γιγάντιες εικόνες τίναξαν στον αέρα
το φτωχό παλαιοπωλείο της μνήμης μου,
μετεωρίτες σαν ολοπόρφυρα φιλιά, σκοτάδια που τραγουδούσαν,
τοπεία
από αιώνια νεότητα - με τούτα τα λαχανιασμένα χέρια
θέρισα
της πρώτης αθωότητας τα γιασεμιά,
κάτω απ' τα πόδια μου διαβαίνουν οι χιλιετηρίδες,
ραχητικές βωδάμαξες,
φορτωμένες αγάλματα που πέθαναν
και φθαρμένα σκηνικά από παλιές επαναστάσεις.
Ενώ σκυφτές στου Γαλαξία τις όχθες
πλύστρες με κυκλώπεια χέρια
πλένουν μες στη λάμψη
τα λαρύγγια των ποιητών.

Είδα τη μέρα σαν έναν καταράχτη χρυσά νομίσματα
ξεπληρώνοντας κάθε αυγή
όλα τα προαιώνια χρέη,
είδα τη νύχτα σα μιά ζάχαρη από πεφτάστερα
να πέφτει μες στο γάλα των παιδιών.
Είδα τη ζωή και το θάνατο να ρίχνονται στα ζάρια
στο απερίγραπτο παιχνίδι της αιωνιότητας.
Και πάντα ο νικητής ήμουν εγώ. Εγώ που όλα τα γνώρισα
και τ' αγάπησα όλα. Εγώ,
που θα ζήσω
και θα πεθάνω.

Κι αδιάκοπα, εκεί κάτου, στον ορίζοντα, τα σύγνεφα
πανάρχαιοι σκυμένοι δουλοπάροικοι -
τώρα η βροχή
δεν είναι ιδιοχτησία των καιρικών συνθηκών,
βρέχει όποτε θέλω εγώ κι οι συντρόφοι μου.

Ά, τα βράδια που βγαίνω, πίνω, πίνω, σαν τους αλκοολικούς,
όλα τα πρόσωπα του δρόμου
χωρίς ποτέ να ξεδιψάω,
πολιτείες του κόσμου σας ξεφύλλισα
σαν τις σελίδες μιάς μυθολογίας
όπου μέσα βρήκα τους δικούς μου ήρωες,
ανυπεράσπιστους
κι ακατάλυτους
με πανοπλίες από σιδερένια θλίψη.
Δαγκώνοντας την οπλή της πείνας σας
χόρτασα
κι οι αρμοί μου γίναν δροσεροί κι ευλύγιστοι
μες στα ηράκλεια γυμναστήρια
της εξουθενωμένης ζωής σας.
Θα ξεριζώσω ένα-ένα
τα σαγόνια
τις αρτηρίες
τους βουβώνες μου
και θα τα ρίξω μέσα στις λάμψεις του πάθους σου
ώ, ανθρώπινο πλήθος -
είμαι ερωτευμένος μαζί σου,
όλοι οι άντρες είναι σύντροφοι μου, θαυμάζω
τα πολύτριχα αχαμνά τους και τα πολύτρομα εργαλεία τους
κι οι γυναίκες όλες,
αγαπημένες μου,
εσείς, που ριχτήκατε τη νύχτα πάνω στα μαχαίρια
της γύμνιας μου
και ξαναγεννηθήκατε πιό δροσερές το πρωί
μέσα στην αφθονία του κατευνασμένου έρωτα,
κι οι άλλες,
που δε σας άγγιξα ποτέ,
μα που θα ζείτε αιώνια φυλακισμένες
μέσα στη δίψα μου.

Κι εσείς, ακριβοί μου σύντροφοι,
σε κείνο το ασφυχτικό κελί των μελλοθανάτων,
ένα μήνα ζήσαμε κουλουριασμένοι, για να χωράμε,
και κάθε φορά που παίρναν κάποιον, για να μη μας λείπει
δεν απλώναμε το κορμί μας. Μέχρι που μείναμε
εγώ
κι εσύ,
τελευταίε σύντροφε,
κουβαριασμένοι σε δυό γωνιές του άδειου κελιού,
με την πελώρια αίσθηση γύρω μας
ότι υπάρχουν ακόμα
όλοι.

Έσεις, που ζήσατε και πεθάνατε ταπεινά,
μα εγώ,
παίζοντας γροθιές με την ανωνυμία
και τους νεκροθάφτες
σας άρπαξα
και σας έθαψα, εδώ, μέσα στα κόκκαλα μου,
για να μπορώ να ταξιδεύω τώρα στο διάστημα
πικρός και σιωπηλός
κι ολόδροσος
σαν ένα χωριάτικο κοιμητήρι που διασχίζει το χρόνο.

Ώ, διαλεκτική, σαν τους παλιούς θαυματοποιούς,
που αλλάζαν ένα πλήθος φτωχών θεατών
σ' έναν λαό από γέλια παντοδύναμα,
αστρονομία, που σαν την τρυφερή μητέρα, ακουμπάς κάτω
απ' το Χάος
σαν ήρεμο παιδικό προσκέφαλο,
ηλεκτρονική φυσική, βασανιστική ερωμένη μου,
αυτοί οι πολύπλοκοι δοκιμαστικοί σωλήνες είναι πιό πολύτιμοι
για τη ζωή
κι απ' τα ίδια τ' άντερα μας,
οι εξισώσεις
σα μεγάλες τριήρεις οδηγούν σε άσφαλτο δρόμο πια
τον κουρασμένο Οδυσσέα - πιο εκεί, ακόμα πιό εκεί,
πάντα πιό εκεί,
κι ώ. εσύ, ερχόμενη Αγνότητα, πιό μεγάλη απ' όλο το Σύμπαν.
Αιώνες ταξίδεψα, βυθίστηκα στο Άπειρο
όπως μέσα στα ξάστερα λαγόνια μιάς γυναίκας - κι έφτασα
μέχρι εκεί, πιό εκεί, πιό εκεί, πάντα πιό εκεί,
εκεί, που το Σύμπαν στηρίζεται πάνω στο Άσκοπο,
σαν ένα αρμόνιο
πάνω στο ρύγχος ενός γουρουνιού. Αυτό το Άσκοπο εγώ το
πολέμησα
με την αδερφωσύνη
και τα ποιήματα.

Τώρα , όλα είναι γνώριμα,
σχεδόν παλιά,
οι γαλαξίες σαν τις κούνιες, κάποτε, πριν από χρόνια,
σαν είμαστε παιδιά, μες στ' ολοπόρφυρο καλοκαίρι,
τις κούνιες που τις άκρες τους λες και τις κράταγαν ψηλά
με τις ζεστές, μεσημεριάτικες φωνές τους
τα τζιτζίκια, -
οι πλανήτες γύρω μου σαν τις μεγάλες φωτογραφίες των
νεκρών
που αφίσανε μιά νύχτα το πατρικό μου σπίτι,
για να μ' ακολουθήσουν
σ' όλες μου τις τυραννικές περιπλανήσεις - τα ουράνια
σώματα, ίδια με τις θεόρατες στίβες τα πιάτα
στο οινομαγειρείο που τρώγαμε φοιτητές. Θυμάσαι; Πάνω
στο ταβάνι
η υγρασία κι η λίγδα απ' τους αχνούς κι οι κουρνιασμένες
μύγες
απλώναν έναν άλλο, ασήμαντο, μα όλο επιείκεια, ουρανό.
Κι ο γερο-λαντζέρης ανάμεσα στα νεφελώματα των κιτρινωπών
ατμών,
ένας φτωχός ανθρώπινος θεός, δίκαιος και ανήμπορος,
που μοίραζε, σαν ένα θαύμα, τα νερουλά φασόλια του
στις γάτες και τους ανέργους.
Ερχόταν στο τραπέζι μας
αργά το βράδι, μεθυσμένος πάντα.
"Ο Θεός, ξέρεις γιατί είναι Θεός; Γιατί κέρδισε το χρόνο",
έλεγε.

Αηδίες - ο χρόνος έγινε για να κυλάει
οι έρωτες για να τελειώνουν
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο
με το μεγάλο διασκελισμό ενός μαθηματικού υπολογισμού,
μονάχα όποιος τα διψάει όλα
μπορεί να με προφτάσει,
ότι ζήσαμε
χάνεται,
γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμμιά φορά,
τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μυρηκαστικό τ' αναμασάει η ξεδοντιασμένη
μνήμη,
όσα δε ζήσαμε
αυτά μας ανήκουν -
ά, εσείς, χημικές ενώσεις του μυαλού μου
έσω εκκρίσεις μου
ανεμόσκαλα των νεύρων μου
θα σε τραντάξω, σαν ένα δουλικό που μ' όλο το μίσος του
χτυπάει έν ακριβό χαλί,
μέχρι που να μου ρίξετε μιά καινούργια λέξη,
μόλις κομένη από τους αμπελώνες
της αυριανής μας τρυφερότητας. Μελλοντικό κάρβουνο,
που θα καίγεσαι
από έρωτα, και ποίημα εσύ αυριανό, όχι με λέξεις,
μα με ανυπόκριτα κι αμάραντα ερωτικά κρεβάτια
και φεγγερά μεγαλόφωνα μάτια
μουγκών.

Κι ήταν μιά ανείπωτη στιγμή, καθώς, περνώντας πλάι στη
Μεγάλη Άρκτο
είδα τη λυπημένη αρκούδα των αλλοτινών παιδικών καιρών
που με συντρόφευε, να πλησιάζει τον αστερισμό
και ν' αγκαλιάζονται, όπως ύστερα απόνα μακρύ,
απαρηγόρητο χωρισμό
δυό αδέρφια - βαθειά, βαθειά στιγμή
όπου για πρώτη φορά
απ' την ημέρα που υπήρχε ο κόσμος
αντάμωνε ο προαιώνιος πόνος με το άπειρο, κι η παιδικότητα
με τη μεγαλωσύνη.
Ο παλιός νεροχύτης της μητέρας μου
έγειρε πάνω στον αστερισμό της Λύρας
κι έκλαψε.

Οι πλύστρες, στο βάθος, πλέναν τώρα το φως
μέσα στην πίκρα των γενναίων.



FeltöltőP. T.
Az idézet forrásahttp://poihsh.pblogs.gr

Az Odüsszeia 25. éneke (Magyar)

Furcsa világban éltem.
Gyanakvástól megkurtitott kezem
nyújtottam a többieknek,
kenyeret ettem,
hullát,
kit megölt az alázat.

Elmebajok
könnyek
emberszabású dinoszauruszok
sérthetetlen magántulajdonok -
kétségbeesetten próbáltam kitapogatni az utat
ebben az értékpapír-bankjegy-hóförgetegben
építkezések
s mihaszna évek közepette
Szűzek, műfalloszokkal
emberek, derékba törve vasárnapi misére mennek,
közben meg gyarmatárukra és bordélyokban alkudoznak
véres zsigereik összegubancolódnak
női hajjal, konzervekkel, ikonokkal
tolvaj tükrök minden reggel elorozzák
ifjúságod egy-egy pótolhatatlan darabját - mekegnek,
mekeregnek a percek
az órák vágóhídjain, a megszokás és a kicsikart kéj
járnak a hitvesi ágyakra - vadállatok
valamennyi karmuk egy-egy asszony
az óriás húsevő érzelmek
szétmarcangolták a tüdőmet, a májamat, a szívemet
aztán a papírra köptek
néhány szó-roncsalékot.

Elmenőben
nem vittem mást magammal, csupán a nekem okozott sérelmeket
nagyok, akár az évszázadok,
és valamennyi eljövendő évszázad sem lesz elég,
hogy elfeledjem őket. Magamhoz vettem a konyhánk régi, vásott
mosóteknőjét
fölötte járt-kelt anyám két keze
akár két aszott arkangyalocska - néhány erős italt
és a nagy, szomorú medvebocsát gyerekkori ébredéseimnek.
Magammal vittem még valamennyi asszony bánatát, kiket szerettem
mint egy csupa csillag szemhéj-kupolát.

Minden eleségemül
a kenyeret, mit megosztottam egykor
bajtársaimmal egy nagy,
élet-nagy-éjszakán,
maradt belőle egy kevés odvas fogamban -
megélek rajt, míg élek.

És itt vagyok most
áthasítva a Végtelent
súlytalanabb, mint a bolondok és a gyermekek
a föld vonzereje nem más, mint keze ama csodának
mit úgy hívunk: rög
de íme
a gyorsaság megtisztítja bőröm a nehézkedés mocskától
miközben égitestek hajolnak fölém
mint műtőlámpák
operálják
előtörténetem daganatait

Kezdetben valami félelem, homályos fenyegetettségérzet eleinte
a csillagok hűvös, arctalan halmazában -
emlékszem, gyerekkoromban, egy óriási gabonahombárban 
a búzaszem miriádjaira
a megszámlálhatatlanság szédületével,
minden mozdulat csak még mélyebbre merített
mintha hangyáktól nyüzsgő szőrzetű
szörnyeteg állat -
azt hittem, belepusztulok.

De ott, a szélen
egy kisegér
rágcsálgatta a gabonaszemeket
melyek várakoztak a fogára
nyugodtan s szófogadóan,
mintha csak ezért termettek volna.

És akkor hirtelen
teljes fény fürdetett meg, mintha dicsfény
a dolgok szentséges hasznavehetősége.
Félelem nélkül zuhantam a gabonára,
s zokogtam.
Azóta
amikor csak szelem a föld kenyerét 
ugyanazt a borzongást
s ugyanazt a dicsőséget érzem.

Ó, csodálatos utazás!
Villám-csíra
csönd-kitörések
napok, mik nem nyugszanak le, újabb büszkeséggel
sugarazva be koponyámat
gigászi képrobbanások a levegőben
emlékezetem szegényes régiségkereskedése
meteorok, akár bíborló csókok, és sötétségzenék
soha nem vénülő ifjúi tájak - azokkal a sóvár kezekkel
lesarlózva
az első ártatlanság jázminjai
lábam alatt sorjáztak az évezredek,
rozoga ökrösszekerek,
megrakva halottak szobraival
és szobrokkal, melyek meghaltak
hajdani forradalmak kifakult díszleteivel.
Miközben a mosónők
a Tejút partjai fölé görnyedve kiklopszi kezekkel
mossák, mossák a ragyogásban
a költők hangszálait.

Láttam a nappalt mint aranypénz-zuhogást
amint megfizeti minden hajnalon
összes ősi tartozását
és láttam éjszaka, amint egy hullócsillag-cukor
belepottyant a gyerekek tejébe.
Láttam az életet és a halált
kockajátékod tétjeként, örökkévalóság.
És mindig én voltam a győztes. Én, aki mindezt tudtam
s szerettem. Én,
aki élek majd
és meghalok.

És a láthatár alján a felhők
vénségesen vén, görnyedező rabszolgák -
az eső már
nem az időjárás magántulajdona,
esik, amikor csak akarom én és az embertársaim.

Ó, estelente, mikor kimozdulok, iszom, iszom, mint az alkoholisták,
az utca minden arcát
és nem csillapul a szomjam.
Világ városai, átlapoztalak benneteket
akár egy mitológia lapjait
melyben megleltem saját hőseimet,
a védteleneket
és megtörhetetleneket
a szomorúság fegyverével.
Éhségtek fegyverét harapdálva
jóllaktam
izületeim frissek lettek, rugalmasak
kisemmizett életetek
héraklészi próbatételein.
Sorra, egymás után kitépném
állkapcsom
verőereim
és szenvedélyed villódzásába vetném
ó, tömeg -
szerelmes vagyok beléd
minden férfi testvérem, csodálom
szőrös ágyékukat, ijesztő szerszámaik
és mind a nők,
kedveseim,
ti, kik felnyársaltátok magatokat éjszakánként
ágyékom csupasz szuronyára
s újjászülettetek még üdébben hajnalonta
szélcsöndjében a megcsillapított szerelemnek,
s ti többiek mind,
kiket meg sem érintettem soha,
csupán szomjamban
fogtok élni, rabként, örökké.

És ti, drága bajtársaim,
a Halálraítéltek fojtogató cellájában -
egy hónapig éltünk ott összehúzódzkodva, hogy elférjünk valahogy
és mikor elvittek valakit, úgy maradtunk,
nem helyezkedtünk el kényelmesebben - ne érezzük, hiányzik.
Mígnem
te
és én maradtunk,
utolsó bajtársam,
az üres cella két sarkában kuporogtunk
azzal a szörnyű érzéssel: körülöttünk
megvannak még
egytől egyig.

Ti, akik szelíden éltetek s haltatok meg
de én,
ki névtelenséggel és
a sírásókkal öklözök,
én megragadtalak benneteket
és elástalak itt a csontjaimban
hogy beutazhassam most a világűrt
keserűn s hallgatag
és merő harmatosan
akár egy falusi temető, mit felszánt az idő.

Ó, dialektika, mint ama hajdani csodatévők,
akik néppé változtatták a szegény
nézősereget egyetlen, mindenható nevetéssel
csillagászat, ki gyengéd, aggódó anyaként
egy kispárnát teszel
a Káosz feje alá,
elektronfizika, gyötrő szerelmem
azok a tekergőző kémcsövek - értékesebbek a létnek
tulajdon beleinknél
az egyenletek, mint óriás, háromsorevezősök
viszik, viszik az aszfaltúton tovább
a megfáradt Odüsszeuszt - tovább, tovább, még tovább,
mindig tovább
és te, ó, a teljes mindenségnél nagyobb
elközelgő
évszázadokig utaztam, elmerülve a Végtelenben
akár egy asszony medencecsontjai közé, s egyre messzebb jutottam
tovább, még tovább, mindig tovább
egészen addig, ahol a Mindenség a Hiábavalóságra támaszkodik
és a Hiábavalóságot én legyőztem
a testvériséggel
s a verseimmel.

És most, most minden ismerős már, majdhogynem megszokott,
a galaktikák, akár a bölcsők, valaha, éveknek előtte
midőn gyerekek voltunk, bíbor nyarakban
bölcsők, melyek peremét mintha csak a tücskök rengetgetnék
meleg, déli hangjuk meg-megújuló hullámain
a planéták körülöttem, mint halottak nagyított fényképei
kik odahagyták egy éjszaka a szülői házat
hogy elkísérjenek minden gyötrelmes bolyongásaimban,
maguk az égitestek
széles karimával - tányérok a kifőzdében
ahova enni jártunk diákkorunkban. Emlékszel? Fönt a mennyezeten
a verejtékcsöppek, a leheletek párája és a gubbaszkodó legyek
egy szegényes, de csupa könyörület égboltot emeltek fölénk.
És az öreg tulajdonos a sárgás gőzök gomolygó felhőzetében
egy szegény ember-isten, igazságos és jószívű,
amint osztja, mint valami csodát, a vízben főtt babot
a macskáknak és a munkanélkülieknek.
Késő este
oda-odajött asztalunkhoz, mindig részegen.
„Tudja az Isten, miért Isten? Elnyerte
az időt!"

Badarság! - az idő azért lett, hogy teljék,
a szerelmek, hogy beteljesüljenek,
az élet, hogy pokolra szálljon,
én meg, hogy bejárjam a Végtelent.
Csak az, aki mindenre szomjas,
egyedül az érhet be engem,
elvész, amit megéltünk
leszivárog az idő rákos nyelőcsövén
s csak néha-néha
éjszaka
nyámmog a fogatlan emlékezet
mindaz, amit nem éltünk meg,
megillet minket -       
ó, ti agyam kémiai reakciói,
váladékaim,
idegeim kötélhágcsója –
rázlak majd mint egy cseléd, aki teljes dühvel porol
egy értékes szőnyeget
súg csak egy új szót nem adtok - holnapi
gyöngédségeink tőkéjéről frissen lemetszve. Jövendő szén,
mely majd elégsz
a szerelemtől, és te költemény - nem szavakkal,
hanem álszentséget nem ismerő, hervadhatatlan násznyoszolyákkal
s egy néma holdas, beszédes szemével.

És kimondhatatlan pillanat volt, amint elhaladtomban
a Nagymedve mellett
láttam más gyerekkori idők szomorú medvebocsát
útitársamat, hogy közeledik a csillagzathoz
s összeölelkeznek, mintha hosszú-hosszú,
vigasztalan távollét után
két testvér - mélységesen mély pillanat,
amelyben mióta világ a világ,
először
találkozott az idő-előtti, ősi fájdalom a végtelennel
és a gyerekkor a férfikorral
Anyám régi, vásott mosóteknője kiborult,
s mint a zokogás,
a Lant csillagképére ömlött.

Odalent a mosónők a bátrak keserűségében
mosták már a fényt.



FeltöltőP. T.
Az idézet forrásaP. Á.

minimap