Elitisz, Odisszeasz: A fény-fa (Το φωτόδεντρο Magyar nyelven)
|
Το φωτόδεντρο (Görög)Ι Με τραβούσε ο θάνατος όπως η λάμψη η δυνατή όπου δε βλέπεις Κάποτε ο γάτος που μου ανέβαινε στον ώμο στύλωνε πέρα τα Κι άλλες πάλι φορές που ακούγονταν από την κάτω σάλα το μάθη- ’γνωστο πως συζούσε μέσα μου ο αδικημένος αλλά ίσως Να μου 'χε ακούσει σε μια μακρινή πρωτομαγιά ο αέρας το παράπονο Ίδια πουλί πριν του προλάβεις τη λαλιά που πάει το πήρε ο ήλιος II Θα ερχόταν κάποιος όμως Ίσως κι η αγάπη αλλά Στις δύο το Εκεί στο πίσω μέρος της αυλής μες στις βρομούσες και στα παλιοσίδερα Μονομιάς σπούσε η άνοιξη τους τοίχους μου 'φευγε το περβάζι Τι λογής είναι η αλήθεια όλο φύλλα στρογγυλά κι από το Ακριβώς όπως εμείς Και ας μαίνονταν οι συμφορές τριγύρω ας Τέλος επροχωρούσε αμείλικτο μέσα στο φως όπως ο Ιησούς III Των λουλουδιών και των ανθρώπων που δούλευαν στο σπίτι Και της Θεία-Μελισσινής που 'χε μόλις γυρίσει απ' τη (Λύπη λύπη μου που δε μιλιέσαι αλλά σκάφος βρεμένο στην Αχ ερωτευμένος είμαι και το μόνο που ζητώ αχ μόνο αυτό δεν έχω) Έπλεαν κομμάτια ξύλα κι ευτυχίες καμένες απ' το πέρασμα Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ. IV Έφερνα γύρους κι έβγαζα φως κοκκινωπό ’σκοποι εντελώς καλόγεροι έψελναν και μελετούσαν κι ούτε που Από κάπου ο καπνός περνούσε από το βλέμμα του αγίου Ισίδωρου Τα δεινά μας καλώς έχουν και η τάξη δεν πρόκειται ν' ανατραπεί Αχ που 'σαι τώρα καημένο μου φωτόδεντρο που 'σαι φωτόδεντρο Που πια κανένας δεν πενθεί τ' αηδόνια κι όλοι γράφουν ποιήματα.
|
A fény-fa (Magyar)I Vonzott a halál akár vakító villám, mikor nem lát az ember Néha vállamra telepedett a macskám elnézett valahova Megint máskor pedig, miközben hallatszott a lenti szobából érthetetlen, miként élhetett meg bennem az igaztalan meghallotta a szél egy távoli május elsején a panaszt nézd meg a madarat, mielőtt utoléred az énekét, II Talán jön valaki mégis talán a szeretet, de déli Ott az udvar végében a hulladék s ócskavasak közt mégis mígnem hirtelen szétvetette a tavasz a falakat és a Miféle dolog is az igazság csupa kerek levél és a nap Akárcsak mi magunk és ha megmaradnak is körülöttünk Végtére továbbhalad könyörtelenül a fényben amiként III mindenféle keresztjei - még az első keresztények idejéből Meg Melisszini néni, aki éppen csak visszatért (Szomorúság szomorúság hogy nem beszéltél hajó vagy Ó, szerelmes vagyok és az az egyetlen, amit keresek, jaj, Fadarabkákat mostak és szerencsehozókat a Közel-Kelet A lehető legkevesebbet akartam - s a lehető legtöbbel IV Körbejártam és vöröses fényben derengtem ezért vagyok Teljesen hiábavalón szerzetesek énekeltek, meditáltak Füst gomolygott fel valahonnan Szent Izidor tekintetéből Hogy jól vannak a mieink s szó sínes arról, hogy Jaj, hol lehetsz most fény-fám hol te szegény amikor senki sem gyászolja már a pacsirtát
|