Zalokosztasz, Jeorjosz: Ο Βορειάς που τ’ αρνάκια παγώνει
Ο Βορειάς που τ’ αρνάκια παγώνει (Görög)Ἦτον νύχτα, εἰς τὴν στέγη ἐβογγοῦσε Μὲς στὸ σπίτι μιὰ χαροκαμμένη, Εἶχε τρία παιδιὰ πεθαμμένα, Τὸ παιδί της μὲ κλάμμα ἐβογγοῦσε Τὰ γογγύσματα ἐκεῖνα καὶ οἱ θρῆνοι Στοῦ σπιτιοῦ μου τὴ στέγη ἐβογγοῦσε Τὸν γιατρὸ καθὼς εἶδε, ἐσηκώθη «Ὤ, κακὸ ποῦ μ' εὑρῆκε μεγάλο! Κι' ὁ γιατρὸς μὲ τὰ μάτια σκυμμένα Κ' ἐκαμώθη πῶς θέλει νὰ σκύψῃ Στοῦ σπιτιοῦ μας τὴ στέγη ἐβογγοῦσε Ἡ μητέρα ποτὲ δακρυσμένο
|
Bárány-dermesztő északi szél (Magyar)Nyögette az éji tetőket A házban: fájdalom-sújtotta Három gyermekét temette már, Sírva nyögdécselt a gyermek, Ó, nyögések, ó, sírások, Nyögette háztetőmet Az anya meglátja az orvost: és "Ó, szörnyű sors ront bennünket! Az orvos nem tekintett fel, És úgy tett, mintha pulzusát Nyögette házunk padlását Anya nem látta még soha
|